Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τεχνάομαι
τεχνάρχης
τέχνασμα
τεχνασμός
τεχναστέον
τεχναστός
τεχνάω
τέχνη
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνήμων
τέχνησις
τεχνητικός
τεχνητός
τεχνήτωρ
τεχνικός
τεχνίον
τεχνιτεία
τεχνίτευμα
τεχνιτεύω
τεχνίτης
View word page
τεχνήμων
cunningly wrought
ShortDef
cunningly wrought
Debugging
Headword:
τεχνήμων
Headword (normalized):
τεχνήμων
Headword (normalized/stripped):
τεχνημων
IDX:
87805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87806
Key:
Data
{'content': 'cunningly wrought'}