Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τεχνάζω
τεχνάομαι
τεχνάρχης
τέχνασμα
τεχνασμός
τεχναστέον
τεχναστός
τεχνάω
τέχνη
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνήμων
τέχνησις
τεχνητικός
τεχνητός
τεχνήτωρ
τεχνικός
τεχνίον
τεχνιτεία
τεχνίτευμα
τεχνιτεύω
View word page
τέχνημα
a masterpiece

ShortDef

a masterpiece

Debugging

Headword:
τέχνημα
Headword (normalized):
τέχνημα
Headword (normalized/stripped):
τεχνημα
IDX:
87804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87805
Key:

Data

{'content': 'a masterpiece'}