Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τέφρωσις
τέχνα
τεχνάζω
τεχνάομαι
τεχνάρχης
τέχνασμα
τεχνασμός
τεχναστέον
τεχναστός
τεχνάω
τέχνη
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνήμων
τέχνησις
τεχνητικός
τεχνητός
τεχνήτωρ
τεχνικός
τεχνίον
τεχνιτεία
View word page
τέχνη
art, skill, craft in work, cunning of hand
ShortDef
art, skill, craft in work, cunning of hand
Debugging
Headword:
τέχνη
Headword (normalized):
τέχνη
Headword (normalized/stripped):
τεχνη
IDX:
87802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87803
Key:
Data
{'content': 'art, skill, craft in work, cunning of hand'}