Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τεφρόω
τεφρώδης
τέφρωσις
τέχνα
τεχνάζω
τεχνάομαι
τεχνάρχης
τέχνασμα
τεχνασμός
τεχναστέον
τεχναστός
τεχνάω
τέχνη
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνήμων
τέχνησις
τεχνητικός
τεχνητός
τεχνήτωρ
τεχνικός
View word page
τεχναστός
made by art
ShortDef
made by art
Debugging
Headword:
τεχναστός
Headword (normalized):
τεχναστός
Headword (normalized/stripped):
τεχναστος
IDX:
87800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87801
Key:
Data
{'content': 'made by art'}