Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τεφρός
τεφρόω
τεφρώδης
τέφρωσις
τέχνα
τεχνάζω
τεχνάομαι
τεχνάρχης
τέχνασμα
τεχνασμός
τεχναστέον
τεχναστός
τεχνάω
τέχνη
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνήμων
τέχνησις
τεχνητικός
τεχνητός
τεχνήτωρ
View word page
τεχναστέον
one must employ subtlety

ShortDef

one must employ subtlety

Debugging

Headword:
τεχναστέον
Headword (normalized):
τεχναστέον
Headword (normalized/stripped):
τεχναστεον
IDX:
87799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87800
Key:

Data

{'content': 'one must employ subtlety'}