Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τεφρίζω
τεφροειδής
τεφρός
τεφρόω
τεφρώδης
τέφρωσις
τέχνα
τεχνάζω
τεχνάομαι
τεχνάρχης
τέχνασμα
τεχνασμός
τεχναστέον
τεχναστός
τεχνάω
τέχνη
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνήμων
τέχνησις
τεχνητικός
View word page
τέχνασμα
anything made

ShortDef

anything made

Debugging

Headword:
τέχνασμα
Headword (normalized):
τέχνασμα
Headword (normalized/stripped):
τεχνασμα
IDX:
87797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87798
Key:

Data

{'content': 'anything made'}