Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τέφρη
τεφρίζω
τεφροειδής
τεφρός
τεφρόω
τεφρώδης
τέφρωσις
τέχνα
τεχνάζω
τεχνάομαι
τεχνάρχης
τέχνασμα
τεχνασμός
τεχναστέον
τεχναστός
τεχνάω
τέχνη
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνήμων
τέχνησις
View word page
τεχνάρχης
master of a craft

ShortDef

master of a craft

Debugging

Headword:
τεχνάρχης
Headword (normalized):
τεχνάρχης
Headword (normalized/stripped):
τεχναρχης
IDX:
87796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87797
Key:

Data

{'content': 'master of a craft'}