Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τέφρα
τεφρακός
τεφράς
τέφρη
τεφρίζω
τεφροειδής
τεφρός
τεφρόω
τεφρώδης
τέφρωσις
τέχνα
τεχνάζω
τεχνάομαι
τεχνάρχης
τέχνασμα
τεχνασμός
τεχναστέον
τεχναστός
τεχνάω
τέχνη
τεχνήεις
View word page
τέχνα
skill, craft

ShortDef

skill, craft

Debugging

Headword:
τέχνα
Headword (normalized):
τέχνα
Headword (normalized/stripped):
τεχνα
IDX:
87793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87794
Key:

Data

{'content': 'skill, craft'}