Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τευχοφόρος
τεύχω
τέφρα
τεφρακός
τεφράς
τέφρη
τεφρίζω
τεφροειδής
τεφρός
τεφρόω
τεφρώδης
τέφρωσις
τέχνα
τεχνάζω
τεχνάομαι
τεχνάρχης
τέχνασμα
τεχνασμός
τεχναστέον
τεχναστός
τεχνάω
View word page
τεφρώδης
like ashes

ShortDef

like ashes

Debugging

Headword:
τεφρώδης
Headword (normalized):
τεφρώδης
Headword (normalized/stripped):
τεφρωδης
IDX:
87791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87792
Key:

Data

{'content': 'like ashes'}