Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τευχοπλάστις
τεῦχος
τευχοφόρος
τεύχω
τέφρα
τεφρακός
τεφράς
τέφρη
τεφρίζω
τεφροειδής
τεφρός
τεφρόω
τεφρώδης
τέφρωσις
τέχνα
τεχνάζω
τεχνάομαι
τεχνάρχης
τέχνασμα
τεχνασμός
τεχναστέον
View word page
τεφρός
ash-coloured
ShortDef
ash-coloured
Debugging
Headword:
τεφρός
Headword (normalized):
τεφρός
Headword (normalized/stripped):
τεφρος
IDX:
87789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87790
Key:
Data
{'content': 'ash-coloured'}