Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τευχηστήρ
τευχοπλάστις
τεῦχος
τευχοφόρος
τεύχω
τέφρα
τεφρακός
τεφράς
τέφρη
τεφρίζω
τεφροειδής
τεφρός
τεφρόω
τεφρώδης
τέφρωσις
τέχνα
τεχνάζω
τεχνάομαι
τεχνάρχης
τέχνασμα
τεχνασμός
View word page
τεφροειδής
like ashes, ash-coloured

ShortDef

like ashes, ash-coloured

Debugging

Headword:
τεφροειδής
Headword (normalized):
τεφροειδής
Headword (normalized/stripped):
τεφροειδης
IDX:
87788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87789
Key:

Data

{'content': 'like ashes, ash-coloured'}