Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τευχεσφόρος
τευχήεις
τεύχημα
τευχήρης
τευχηστήρ
τευχοπλάστις
τεῦχος
τευχοφόρος
τεύχω
τέφρα
τεφρακός
τεφράς
τέφρη
τεφρίζω
τεφροειδής
τεφρός
τεφρόω
τεφρώδης
τέφρωσις
τέχνα
τεχνάζω
View word page
τεφρακός
made from ashes

ShortDef

made from ashes

Debugging

Headword:
τεφρακός
Headword (normalized):
τεφρακός
Headword (normalized/stripped):
τεφρακος
IDX:
87784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87785
Key:

Data

{'content': 'made from ashes'}