Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τευτλοφακῆ
τευχεσφόρος
τευχήεις
τεύχημα
τευχήρης
τευχηστήρ
τευχοπλάστις
τεῦχος
τευχοφόρος
τεύχω
τέφρα
τεφρακός
τεφράς
τέφρη
τεφρίζω
τεφροειδής
τεφρός
τεφρόω
τεφρώδης
τέφρωσις
τέχνα
View word page
τέφρα
ashes
ShortDef
ashes
Debugging
Headword:
τέφρα
Headword (normalized):
τέφρα
Headword (normalized/stripped):
τεφρα
IDX:
87783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87784
Key:
Data
{'content': 'ashes'}