Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τευτλόεις
τεῦτλον
τευτλόρριζον
Τευτλοῦσσα
τευτλοφακῆ
τευχεσφόρος
τευχήεις
τεύχημα
τευχήρης
τευχηστήρ
τευχοπλάστις
τεῦχος
τευχοφόρος
τεύχω
τέφρα
τεφρακός
τεφράς
τέφρη
τεφρίζω
τεφροειδής
τεφρός
View word page
τευχοπλάστις
making vessels

ShortDef

making vessels

Debugging

Headword:
τευχοπλάστις
Headword (normalized):
τευχοπλάστις
Headword (normalized/stripped):
τευχοπλαστις
IDX:
87779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87780
Key:

Data

{'content': 'making vessels'}