Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τευτάζω
τευτλίον
τευτλόεις
τεῦτλον
τευτλόρριζον
Τευτλοῦσσα
τευτλοφακῆ
τευχεσφόρος
τευχήεις
τεύχημα
τευχήρης
τευχηστήρ
τευχοπλάστις
τεῦχος
τευχοφόρος
τεύχω
τέφρα
τεφρακός
τεφράς
τέφρη
τεφρίζω
View word page
τευχήρης
armed
ShortDef
armed
Debugging
Headword:
τευχήρης
Headword (normalized):
τευχήρης
Headword (normalized/stripped):
τευχηρης
IDX:
87777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87778
Key:
Data
{'content': 'armed'}