Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τευμάομαι
τεῦξις
τευτάζω
τευτλίον
τευτλόεις
τεῦτλον
τευτλόρριζον
Τευτλοῦσσα
τευτλοφακῆ
τευχεσφόρος
τευχήεις
τεύχημα
τευχήρης
τευχηστήρ
τευχοπλάστις
τεῦχος
τευχοφόρος
τεύχω
τέφρα
τεφρακός
τεφράς
View word page
τευχήεις
armed

ShortDef

armed

Debugging

Headword:
τευχήεις
Headword (normalized):
τευχήεις
Headword (normalized/stripped):
τευχηεις
IDX:
87775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87776
Key:

Data

{'content': 'armed'}