Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τευκτικός
τευμάομαι
τεῦξις
τευτάζω
τευτλίον
τευτλόεις
τεῦτλον
τευτλόρριζον
Τευτλοῦσσα
τευτλοφακῆ
τευχεσφόρος
τευχήεις
τεύχημα
τευχήρης
τευχηστήρ
τευχοπλάστις
τεῦχος
τευχοφόρος
τεύχω
τέφρα
τεφρακός
View word page
τευχεσφόρος
wearing armour
ShortDef
wearing armour
Debugging
Headword:
τευχεσφόρος
Headword (normalized):
τευχεσφόρος
Headword (normalized/stripped):
τευχεσφορος
IDX:
87774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87775
Key:
Data
{'content': 'wearing armour'}