Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντικολακεύω
ἀντικομίζω
ἀντικομπάζω
ἀντικοντόω
ἀντικοπή
ἀντικοπτικός
ἀντικόπτω
ἀντικορύσσομαι
ἀντικοσμέω
ἀντικοσμήτης
ἀντικοτέω
ἀντίκοψις
ἀντικράζω
ἀντικρατέω
ἀντικρίνω
ἀντίκριος
ἀντίκρουσις
ἀντικρουσμός
ἀντικρούω
ἀντικρύ
ἄντικρυς
View word page
ἀντικοτέω
obstrigillo, obtrecto, officio

ShortDef

obstrigillo, obtrecto, officio

Debugging

Headword:
ἀντικοτέω
Headword (normalized):
ἀντικοτέω
Headword (normalized/stripped):
αντικοτεω
IDX:
8775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8776
Key:

Data

{'content': 'obstrigillo, obtrecto, officio'}