Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τετρώροφος
τετρώρυγος
τέττα
τεττίγιον
τεττιγομήτρα
τεττιγόνιον
τεττιγότης
τεττιγοφόρας
τεττιγώδης
τέττιξ
τετυφωμένως
τεῦ
τεῦγμα
τευθιδώδης
τευθίς
τευθός
τεῦθος
τεύκριον
Τεῦκρος
Τευκρός
τευκτήρ
View word page
τετυφωμένως
stupidly
ShortDef
stupidly
Debugging
Headword:
τετυφωμένως
Headword (normalized):
τετυφωμένως
Headword (normalized/stripped):
τετυφωμενως
IDX:
87753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87754
Key:
Data
{'content': 'stupidly'}