Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τετρώβολος
τετρῳδέομαι
τετρωκοντάλιτρος
τετρωκοστομόριον
τέτρωρον
τετρώροφος
τετρώρυγος
τέττα
τεττίγιον
τεττιγομήτρα
τεττιγόνιον
τεττιγότης
τεττιγοφόρας
τεττιγώδης
τέττιξ
τετυφωμένως
τεῦ
τεῦγμα
τευθιδώδης
τευθίς
τευθός
View word page
τεττιγόνιον
a small and voiceless kind of τέττιξ, a leaf-hopper or cicadelle

ShortDef

a small and voiceless kind of τέττιξ, a leaf-hopper or cicadelle

Debugging

Headword:
τεττιγόνιον
Headword (normalized):
τεττιγόνιον
Headword (normalized/stripped):
τεττιγονιον
IDX:
87748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87749
Key:

Data

{'content': 'a small and voiceless kind of τέττιξ, a leaf-hopper or cicadelle'}