Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τετρωβολίζω
τετρώβολον
τετρώβολος
τετρῳδέομαι
τετρωκοντάλιτρος
τετρωκοστομόριον
τέτρωρον
τετρώροφος
τετρώρυγος
τέττα
τεττίγιον
τεττιγομήτρα
τεττιγόνιον
τεττιγότης
τεττιγοφόρας
τεττιγώδης
τέττιξ
τετυφωμένως
τεῦ
τεῦγμα
τευθιδώδης
View word page
τεττίγιον
small
ShortDef
small
Debugging
Headword:
τεττίγιον
Headword (normalized):
τεττίγιον
Headword (normalized/stripped):
τεττιγιον
IDX:
87746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87747
Key:
Data
{'content': 'small'}