Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τετράχυτρος
τετράχωρος
τετραχῶς
τετράων
τετραώνυμος
τετράωτος
τετρεμαίνω
τετρήμερος
τετρήρης
τετρηρικός
τέτριξ
τετρόμματος
τετρόργυιος
τετρούγκιον
τετρωβολίζω
τετρώβολον
τετρώβολος
τετρῳδέομαι
τετρωκοντάλιτρος
τετρωκοστομόριον
τέτρωρον
View word page
τέτριξ
pipit

ShortDef

pipit

Debugging

Headword:
τέτριξ
Headword (normalized):
τέτριξ
Headword (normalized/stripped):
τετριξ
IDX:
87732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87733
Key:

Data

{'content': 'pipit'}