Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντικνημιάζω
ἀντικνήμιον
ἀντίκοιλον
ἀντικολάζω
ἀντικολακεύω
ἀντικομίζω
ἀντικομπάζω
ἀντικοντόω
ἀντικοπή
ἀντικοπτικός
ἀντικόπτω
ἀντικορύσσομαι
ἀντικοσμέω
ἀντικοσμήτης
ἀντικοτέω
ἀντίκοψις
ἀντικράζω
ἀντικρατέω
ἀντικρίνω
ἀντίκριος
ἀντίκρουσις
View word page
ἀντικόπτω
to beat back, resist, oppose

ShortDef

to beat back, resist, oppose

Debugging

Headword:
ἀντικόπτω
Headword (normalized):
ἀντικόπτω
Headword (normalized/stripped):
αντικοπτω
IDX:
8771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8772
Key:

Data

{'content': 'to beat back, resist, oppose'}