Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντικλίνω
ἀντίκλισις
ἀντικνημιάζω
ἀντικνήμιον
ἀντίκοιλον
ἀντικολάζω
ἀντικολακεύω
ἀντικομίζω
ἀντικομπάζω
ἀντικοντόω
ἀντικοπή
ἀντικοπτικός
ἀντικόπτω
ἀντικορύσσομαι
ἀντικοσμέω
ἀντικοσμήτης
ἀντικοτέω
ἀντίκοψις
ἀντικράζω
ἀντικρατέω
ἀντικρίνω
View word page
ἀντικοπή
beating back, hindrance, check
ShortDef
beating back, hindrance, check
Debugging
Headword:
ἀντικοπή
Headword (normalized):
ἀντικοπή
Headword (normalized/stripped):
αντικοπη
IDX:
8769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8770
Key:
Data
{'content': 'beating back, hindrance, check'}