Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τετράρρυμος
τετραρχέω
τετράρχης
τετραρχία
τετραρχικός
τετρᾶς
τετράς
τετράσειρον
τετράσημος
τετρασίριον
τετράσκαλμος
τετρασκελής
τετράσσαρον
τετρασσός
τετραστάδιον
τετραστάδιος
τετραστάσιον
τετραστάτηρος
τετράστεγος
τετραστιχία
τετράστιχος
View word page
τετράσκαλμος
four-oared

ShortDef

four-oared

Debugging

Headword:
τετράσκαλμος
Headword (normalized):
τετράσκαλμος
Headword (normalized/stripped):
τετρασκαλμος
IDX:
87668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87669
Key:

Data

{'content': 'four-oared'}