Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀντίκλεια
ἀντικλείομαι
ἀντίκλεις
ἀντίκλησις
ἀντικλίνω
ἀντίκλισις
ἀντικνημιάζω
ἀντικνήμιον
ἀντίκοιλον
ἀντικολάζω
ἀντικολακεύω
ἀντικομίζω
ἀντικομπάζω
ἀντικοντόω
ἀντικοπή
ἀντικοπτικός
ἀντικόπτω
ἀντικορύσσομαι
ἀντικοσμέω
ἀντικοσμήτης
ἀντικοτέω
View word page
ἀντικολακεύω
to flatter in turn

ShortDef

to flatter in turn

Debugging

Headword:
ἀντικολακεύω
Headword (normalized):
ἀντικολακεύω
Headword (normalized/stripped):
αντικολακευω
IDX:
8765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8766
Key:

Data

{'content': 'to flatter in turn'}