Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τετράπνης
τετραποδηδόν
τετραπόδης
τετραποδητί
τετραποδία
τετραποδίζω
τετραποδισμός
τετραποδιστί
τετράποδος
τετράπολις
τετράπολος
τετράπορος
τετράπους
τετραπρόσωπος
τετράπτερος
τετραπτερυλλίς
τετράπτιλος
τετράπτυχος
τετράπτωτος
τετράπυλον
τετραπυργία
View word page
τετράπολος
turned up or ploughed four times

ShortDef

turned up or ploughed four times

Debugging

Headword:
τετράπολος
Headword (normalized):
τετράπολος
Headword (normalized/stripped):
τετραπολος
IDX:
87641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87642
Key:

Data

{'content': 'turned up or ploughed four times'}