Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τετραπλασιότης
τετραπλεθρία
τετράπλεθρος
τετράπλευρος
τετραπλῇ
τετραπλόος
τετράπνης
τετραποδηδόν
τετραπόδης
τετραποδητί
τετραποδία
τετραποδίζω
τετραποδισμός
τετραποδιστί
τετράποδος
τετράπολις
τετράπολος
τετράπορος
τετράπους
τετραπρόσωπος
τετράπτερος
View word page
τετραποδία
a measure
ShortDef
a measure
Debugging
Headword:
τετραποδία
Headword (normalized):
τετραποδία
Headword (normalized/stripped):
τετραποδια
IDX:
87635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87636
Key:
Data
{'content': 'a measure'}