Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τετράπεζος
τετραπηχυαῖος
τετράπηχυς
τετραπλασιάζω
τετραπλασιεπιδιμερής
τετραπλάσιος
τετραπλασιότης
τετραπλεθρία
τετράπλεθρος
τετράπλευρος
τετραπλῇ
τετραπλόος
τετράπνης
τετραποδηδόν
τετραπόδης
τετραποδητί
τετραποδία
τετραποδίζω
τετραποδισμός
τετραποδιστί
τετράποδος
View word page
τετραπλῇ
in a fourfold manner, fourfold

ShortDef

in a fourfold manner, fourfold

Debugging

Headword:
τετραπλῇ
Headword (normalized):
τετραπλῇ
Headword (normalized/stripped):
τετραπλη
IDX:
87629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87630
Key:

Data

{'content': 'in a fourfold manner, fourfold'}