Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντικλάζω
ἀντικλαίω
ἀντικλάω
Ἀντίκλεια
ἀντικλείομαι
ἀντίκλεις
ἀντίκλησις
ἀντικλίνω
ἀντίκλισις
ἀντικνημιάζω
ἀντικνήμιον
ἀντίκοιλον
ἀντικολάζω
ἀντικολακεύω
ἀντικομίζω
ἀντικομπάζω
ἀντικοντόω
ἀντικοπή
ἀντικοπτικός
ἀντικόπτω
ἀντικορύσσομαι
View word page
ἀντικνήμιον
the part of the leg in front of the κνήμη, shin
ShortDef
the part of the leg in front of the κνήμη, shin
Debugging
Headword:
ἀντικνήμιον
Headword (normalized):
ἀντικνήμιον
Headword (normalized/stripped):
αντικνημιον
IDX:
8762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8763
Key:
Data
{'content': 'the part of the leg in front of the κνήμη, shin'}