Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τετράορος
τετραούγκιον
τετράπαλαι
τετραπάλαστος
τετραπεδικόν
τετραπέδιον
τετράπεδος
τετράπεζος
τετραπηχυαῖος
τετράπηχυς
τετραπλασιάζω
τετραπλασιεπιδιμερής
τετραπλάσιος
τετραπλασιότης
τετραπλεθρία
τετράπλεθρος
τετράπλευρος
τετραπλῇ
τετραπλόος
τετράπνης
τετραποδηδόν
View word page
τετραπλασιάζω
make fourfold

ShortDef

make fourfold

Debugging

Headword:
τετραπλασιάζω
Headword (normalized):
τετραπλασιάζω
Headword (normalized/stripped):
τετραπλασιαζω
IDX:
87622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87623
Key:

Data

{'content': 'make fourfold'}