Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τετραοδία
τετραοδῖτις
τετράοδος
τετραοίδιος
τετραονία
τετραόργυιος
τετραορία
τετράορος
τετραούγκιον
τετράπαλαι
τετραπάλαστος
τετραπεδικόν
τετραπέδιον
τετράπεδος
τετράπεζος
τετραπηχυαῖος
τετράπηχυς
τετραπλασιάζω
τετραπλασιεπιδιμερής
τετραπλάσιος
τετραπλασιότης
View word page
τετραπάλαστος
four spans long

ShortDef

four spans long

Debugging

Headword:
τετραπάλαστος
Headword (normalized):
τετραπάλαστος
Headword (normalized/stripped):
τετραπαλαστος
IDX:
87615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87616
Key:

Data

{'content': 'four spans long'}