Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τετράδερμα
τετραδικός
τετράδιον
τετράδιος
τετραδίσκιον
τετραδισταί
τετραδραχμιαῖος
τετράδραχμον
τετράδραχμος
τετράδυμος
τετράδωρος
τετράεδρος
τετράειδος
τετραέλικτος
τετραέλιξ
τετραένης
τετράεντον
τετραεξηκοστόν
τετραερμῆς
τετραετηρία
τετραετηρικός
View word page
τετράδωρος
four palms long
ShortDef
four palms long
Debugging
Headword:
τετράδωρος
Headword (normalized):
τετράδωρος
Headword (normalized/stripped):
τετραδωρος
IDX:
87527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87528
Key:
Data
{'content': 'four palms long'}