Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τεταρτομερίτης
τεταρτομοιρία
τεταρτονεικοστή
τέταρτος
τετευχῆσθαι
τετεχνημένως
τετηρημένως
τετίημαι
τετμηώς
τέτμον
τετολμηκότως
τετρα
τετραβάμων
τετραβαρής
τετράβιβλος
τετραβόειος
τετραβόλος
τετράβραχυς
τετράβυρσος
τετράγγουρον
τετράγηρυς
View word page
τετολμηκότως
boldly
ShortDef
boldly
Debugging
Headword:
τετολμηκότως
Headword (normalized):
τετολμηκότως
Headword (normalized/stripped):
τετολμηκοτως
IDX:
87483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87484
Key:
Data
{'content': 'boldly'}