Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τεταρτημόριος
τεταρτημορίς
τεταρτικός
τεταρτολογέω
τεταρτομερίτης
τεταρτομοιρία
τεταρτονεικοστή
τέταρτος
τετευχῆσθαι
τετεχνημένως
τετηρημένως
τετίημαι
τετμηώς
τέτμον
τετολμηκότως
τετρα
τετραβάμων
τετραβαρής
τετράβιβλος
τετραβόειος
τετραβόλος
View word page
τετηρημένως
attentively, observantly

ShortDef

attentively, observantly

Debugging

Headword:
τετηρημένως
Headword (normalized):
τετηρημένως
Headword (normalized/stripped):
τετηρημενως
IDX:
87479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87480
Key:

Data

{'content': 'attentively, observantly'}