Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντικατηγορέω
ἀντικατηγορητικός
ἀντικατηγορία
ἀντικατολισθαίνω
Ἀντικάτων
ἀντίκειμαι
ἀντικέλευθος
ἀντικελεύω
ἀντίκεντρον
ἀντικέφαλον
ἀντικηδεύω
ἀντικῆρυξ
ἀντικηρύσσω
ἀντικινέω
ἀντικίνησις
ἀντικίνητος
ἀντικιχάνω
ἀντικλάζω
ἀντικλαίω
ἀντικλάω
Ἀντίκλεια
View word page
ἀντικηδεύω
to tend instead of

ShortDef

to tend instead of

Debugging

Headword:
ἀντικηδεύω
Headword (normalized):
ἀντικηδεύω
Headword (normalized/stripped):
αντικηδευω
IDX:
8745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8746
Key:

Data

{'content': 'to tend instead of'}