Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τεσσαρεσκαιδέκατος
τεσσαρεσκαιδεκέτης
τεσσερακαιεβδο[μη]κοντούτης
τεσσεράκοντα
τεταγμένως
τεταγών
τεταμένως
τεταμιευμένως
τετανικός
τετανόθριξ
τέτανος
τετανός
τετανόω
τετανώδης
τετάνωθρον
τεταραγμένως
τέταρος
τεταρταΐζω
τεταρταϊκός
τεταρταῖος
τεταρτημοριαῖος
View word page
τέτανος
convulsive tension, tetanus
ShortDef
convulsive tension, tetanus
Debugging
Headword:
τέτανος
Headword (normalized):
τέτανος
Headword (normalized/stripped):
τετανος
IDX:
87457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87458
Key:
Data
{'content': 'convulsive tension, tetanus'}