Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τεσσαρεσκαιδεκάσημος
τεσσαρεσκαιδεκασύλλαβος
τεσσαρεσκαιδεκαταῖος
τεσσαρεσκαιδέκατος
τεσσαρεσκαιδεκέτης
τεσσερακαιεβδο[μη]κοντούτης
τεσσεράκοντα
τεταγμένως
τεταγών
τεταμένως
τεταμιευμένως
τετανικός
τετανόθριξ
τέτανος
τετανός
τετανόω
τετανώδης
τετάνωθρον
τεταραγμένως
τέταρος
τεταρταΐζω
View word page
τεταμιευμένως
frugally, sparingly

ShortDef

frugally, sparingly

Debugging

Headword:
τεταμιευμένως
Headword (normalized):
τεταμιευμένως
Headword (normalized/stripped):
τεταμιευμενως
IDX:
87454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87455
Key:

Data

{'content': 'frugally, sparingly'}