Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τεσσαρεσκαιδεκάπηχυς
τεσσαρεσκαιδεκάσημος
τεσσαρεσκαιδεκασύλλαβος
τεσσαρεσκαιδεκαταῖος
τεσσαρεσκαιδέκατος
τεσσαρεσκαιδεκέτης
τεσσερακαιεβδο[μη]κοντούτης
τεσσεράκοντα
τεταγμένως
τεταγών
τεταμένως
τεταμιευμένως
τετανικός
τετανόθριξ
τέτανος
τετανός
τετανόω
τετανώδης
τετάνωθρον
τεταραγμένως
τέταρος
View word page
τεταμένως
energetically

ShortDef

energetically

Debugging

Headword:
τεταμένως
Headword (normalized):
τεταμένως
Headword (normalized/stripped):
τεταμενως
IDX:
87453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87454
Key:

Data

{'content': 'energetically'}