Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τέρπω
τερπωλή
τερσαίνω
τέρσομαι
τερτιοκήριος
τέρφος
τέρχνος
τερψιεπής
τερψίμβροτος
τερψίνοος
τέρψις
τερψίφρων
Τερψιχόρη
τερψίχορος
Τερψίων
τεσσαράβοιος
τεσσαρακαιδεκάδωρος
τεσσαρακαιδέκατος
τεσσαρακαιδεκέτης
τεσσαρακαιεικοσίπους
τεσσαρακονθήμερος
View word page
τέρψις
enjoyment, delight

ShortDef

enjoyment, delight

Debugging

Headword:
τέρψις
Headword (normalized):
τέρψις
Headword (normalized/stripped):
τερψις
IDX:
87402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87403
Key:

Data

{'content': 'enjoyment, delight'}