Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Τερπιάδης
τερπικέραυνος
τερπνός
τερπνότης
τέρπομαι
τέρπω
τερπωλή
τερσαίνω
τέρσομαι
τερτιοκήριος
τέρφος
τέρχνος
τερψιεπής
τερψίμβροτος
τερψίνοος
τέρψις
τερψίφρων
Τερψιχόρη
τερψίχορος
Τερψίων
τεσσαράβοιος
View word page
τέρφος
skin, shell
ShortDef
skin, shell
Debugging
Headword:
τέρφος
Headword (normalized):
τέρφος
Headword (normalized/stripped):
τερφος
IDX:
87397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87398
Key:
Data
{'content': 'skin, shell'}