Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τερμονίζω
τερμόνιος
τερμοσύνη
τέρμων
Τερπιάδης
τερπικέραυνος
τερπνός
τερπνότης
τέρπομαι
τέρπω
τερπωλή
τερσαίνω
τέρσομαι
τερτιοκήριος
τέρφος
τέρχνος
τερψιεπής
τερψίμβροτος
τερψίνοος
τέρψις
τερψίφρων
View word page
τερπωλή
enjoyment, delight
ShortDef
enjoyment, delight
Debugging
Headword:
τερπωλή
Headword (normalized):
τερπωλή
Headword (normalized/stripped):
τερπωλη
IDX:
87393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87394
Key:
Data
{'content': 'enjoyment, delight'}