Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τερμοδρομέω
τερμονίζω
τερμόνιος
τερμοσύνη
τέρμων
Τερπιάδης
τερπικέραυνος
τερπνός
τερπνότης
τέρπομαι
τέρπω
τερπωλή
τερσαίνω
τέρσομαι
τερτιοκήριος
τέρφος
τέρχνος
τερψιεπής
τερψίμβροτος
τερψίνοος
τέρψις
View word page
τέρπω
to satisfy, delight, gladden, cheer
ShortDef
to satisfy, delight, gladden, cheer
Debugging
Headword:
τέρπω
Headword (normalized):
τέρπω
Headword (normalized/stripped):
τερπω
IDX:
87392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87393
Key:
Data
{'content': 'to satisfy, delight, gladden, cheer'}