Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τερμιόεις
τέρμιος
τερμοδρομέω
τερμονίζω
τερμόνιος
τερμοσύνη
τέρμων
Τερπιάδης
τερπικέραυνος
τερπνός
τερπνότης
τέρπομαι
τέρπω
τερπωλή
τερσαίνω
τέρσομαι
τερτιοκήριος
τέρφος
τέρχνος
τερψιεπής
τερψίμβροτος
View word page
τερπνότης
pleasantness, delight

ShortDef

pleasantness, delight

Debugging

Headword:
τερπνότης
Headword (normalized):
τερπνότης
Headword (normalized/stripped):
τερπνοτης
IDX:
87390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87391
Key:

Data

{'content': 'pleasantness, delight'}