Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τερμινθοφάγος
τερμιόεις
τέρμιος
τερμοδρομέω
τερμονίζω
τερμόνιος
τερμοσύνη
τέρμων
Τερπιάδης
τερπικέραυνος
τερπνός
τερπνότης
τέρπομαι
τέρπω
τερπωλή
τερσαίνω
τέρσομαι
τερτιοκήριος
τέρφος
τέρχνος
τερψιεπής
View word page
τερπνός
delightsome, delightful, pleasant, agreeable, glad
ShortDef
delightsome, delightful, pleasant, agreeable, glad
Debugging
Headword:
τερπνός
Headword (normalized):
τερπνός
Headword (normalized/stripped):
τερπνος
IDX:
87389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87390
Key:
Data
{'content': 'delightsome, delightful, pleasant, agreeable, glad'}