Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τερματίζω
τερμέρειον
Τερμερεύς
Τερμησσός
τερμιεὺς
Τερμίλαι
τερμίνθινος
τέρμινθος
τερμινθοφάγος
τερμιόεις
τέρμιος
τερμοδρομέω
τερμονίζω
τερμόνιος
τερμοσύνη
τέρμων
Τερπιάδης
τερπικέραυνος
τερπνός
τερπνότης
τέρπομαι
View word page
τέρμιος
at the end, last
ShortDef
at the end, last
Debugging
Headword:
τέρμιος
Headword (normalized):
τέρμιος
Headword (normalized/stripped):
τερμιος
IDX:
87381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87382
Key:
Data
{'content': 'at the end, last'}