Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τερθρεύομαι
τερθρεύς
τέρθριος
τέρθρον
τερθρωτήρ
τέρμα
τερμαστῆρες
τερματίζω
τερμέρειον
Τερμερεύς
Τερμησσός
τερμιεὺς
Τερμίλαι
τερμίνθινος
τέρμινθος
τερμινθοφάγος
τερμιόεις
τέρμιος
τερμοδρομέω
τερμονίζω
τερμόνιος
View word page
Τερμησσός
Termessos, Termessus (f., town; m., mythical founder)
ShortDef
Termessos, Termessus (f., town; m., mythical founder)
Debugging
Headword:
Τερμησσός
Headword (normalized):
τερμησσός
Headword (normalized/stripped):
τερμησσος
IDX:
87374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87375
Key:
Data
{'content': 'Termessos, Termessus (f., town; m., mythical founder)'}