Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τερέω
τερηδονίζομαι
τερηδονισμός
τερηδών
τέρην
τερθρεία
τερθρεύομαι
τερθρεύς
τέρθριος
τέρθρον
τερθρωτήρ
τέρμα
τερμαστῆρες
τερματίζω
τερμέρειον
Τερμερεύς
Τερμησσός
τερμιεὺς
Τερμίλαι
τερμίνθινος
τέρμινθος
View word page
τερθρωτήρ
the part of a ship from which the πρῳρεύς kept a look-out

ShortDef

the part of a ship from which the πρῳρεύς kept a look-out

Debugging

Headword:
τερθρωτήρ
Headword (normalized):
τερθρωτήρ
Headword (normalized/stripped):
τερθρωτηρ
IDX:
87368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87369
Key:

Data

{'content': 'the part of a ship from which the πρῳρεύς kept a look-out'}