Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τερενόχρως
τερετίζω
τερέτισμα
τερετισμός
τέρετρον
τερέω
τερηδονίζομαι
τερηδονισμός
τερηδών
τέρην
τερθρεία
τερθρεύομαι
τερθρεύς
τέρθριος
τέρθρον
τερθρωτήρ
τέρμα
τερμαστῆρες
τερματίζω
τερμέρειον
Τερμερεύς
View word page
τερθρεία
use of extreme subtlety, hair-splitting, formal pedantry

ShortDef

use of extreme subtlety, hair-splitting, formal pedantry

Debugging

Headword:
τερθρεία
Headword (normalized):
τερθρεία
Headword (normalized/stripped):
τερθρεια
IDX:
87363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87364
Key:

Data

{'content': 'use of extreme subtlety, hair-splitting, formal pedantry'}