Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Τεργηστόν
τερεβινθίζω
τερεβινθώδης
τερενόχρως
τερετίζω
τερέτισμα
τερετισμός
τέρετρον
τερέω
τερηδονίζομαι
τερηδονισμός
τερηδών
τέρην
τερθρεία
τερθρεύομαι
τερθρεύς
τέρθριος
τέρθρον
τερθρωτήρ
τέρμα
τερμαστῆρες
View word page
τερηδονισμός
carious condition

ShortDef

carious condition

Debugging

Headword:
τερηδονισμός
Headword (normalized):
τερηδονισμός
Headword (normalized/stripped):
τερηδονισμος
IDX:
87360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87361
Key:

Data

{'content': 'carious condition'}